Αδοντάκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αδοντάκη < γενική ενικού του αρσενικού Αδοντάκης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αδοντάκη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]