Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αετοχώρι

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Αετοχώρι τα Αετοχώρια
      γενική του Αετοχωρίου των Αετοχωρίων
    αιτιατική το Αετοχώρι τα Αετοχώρια
     κλητική Αετοχώρι Αετοχώρια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αετοχώρι < αετο- + -χώρι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.e.toˈxo.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αετοχώρι

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αετοχώρι ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]