Αζτέκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αζτέκος | οι | Αζτέκοι |
γενική | του | Αζτέκου | των | Αζτέκων |
αιτιατική | τον | Αζτέκο | τους | Αζτέκους |
κλητική | Αζτέκο | Αζτέκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /azˈte.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αζ‐τέ‐κος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αζτέκος αρσενικό
- (εθνικό όνομα) μέλος λαού που διέμενε στην Κεντρική Αμερική πριν την κατάληψη από τους Ισπανούς οι οποίοι κατέστρεψαν τον πολιτισμό τους
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αζτέκοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αζτέκος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)