Αιγύπτια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αιγύπτια < Αιγύπτι(ος) + -α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αιγύπτια θηλυκό ή Αιγυπτία
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αιγύπτιος
![]() |
Αιγύπτια θηλυκό ή Αιγυπτία