Ακριώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ακριώτισσα < Ακριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɾiˈo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐κρι‐ώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ακριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Ακριώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Άκρες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ακριώτης
Ακριώτισσα
|