Ακροσουβάλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ακροσουβάλα οι Ακροσουβάλες
      γενική της Ακροσουβάλας
    αιτιατική την Ακροσουβάλα τις Ακροσουβάλες
     κλητική Ακροσουβάλα Ακροσουβάλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ακροσουβάλα < ακρο- + σουβάλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.kɾo.suˈva.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐κρο‐σου‐βά‐λα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ακροσουβάλα θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 188, 19 Αυγούστου 1954 (λήψη αρχείου PDF)