Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλήφακα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Αλήφακα
      γενική των Αλήφακων
    αιτιατική τα Αλήφακα
     κλητική Αλήφακα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αλήφακα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈli.fa.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αλήφακα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αλήφακα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΦΕΚ Α 11, 11 Ιανουαρίου 1957 (λήψη αρχείου PDF)
  2. ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)