Αλοϊζιάνικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Αλοϊζιάνικα | ||
γενική | των | Αλοϊζιάνικων | ||
αιτιατική | τα | Αλοϊζιάνικα | ||
κλητική | Αλοϊζιάνικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.lo.iˈzʝa.ni.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐λο‐ϊ‐ζιά‐νι‐κα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αλοϊζιάνικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αλοϊζιάνικα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αθήνα: σύγγραμμα περιοδικόν της Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας (1950), Αθήνα, σελ. 178
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)