Αμοργιανή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμοργιανή, θηλυκό του Αμοργιανός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αμοργιανή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) αυτή που κατοικεί στην Αμοργό ή κατάγεται από το νησί αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμοργιανή
|