Αμπελιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αμπελιώτισσα < Αμπελιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /am.beˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐μπε‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αμπελιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αμπελιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αμπελιώτης
Αμπελιώτισσα
|