Αμπόστα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αμπόστα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Αμπόστα θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αμπόστα
|
Αμπόστα θηλυκό άκλιτο
|