Αμώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αμώς αρσενικό

  1. ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
  2. ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]