Ανάσταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανάσταση | ||
γενική | της | Ανάστασης* | ||
αιτιατική | την | Ανάσταση | ||
κλητική | Ανάσταση | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αναστάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ανάσταση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνάστασις (έγερση από τον τάφο) (η χριστιανική σημασία στην ελληνιστική κοινή)[1] < ἀνίστημι < ἀνά + ἵστημι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ανάσταση θηλυκό
- (χριστιανισμός)
- η χριστιανική γιορτή για την ανάσταση του Ιησού Χριστού
- ↪ Για την Ανάσταση, η αναστάσιμη εκκλησιαστική ακολουθία που τελείται τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ξημερώνοντας η Κυριακή του Πάσχα
- ↪ οι πιστοί γυρνούσαν με τις αναμμένες λαμπάδες τους από την Ανάσταση
- οποιαδήποτε αγιογραφία ή απεικόνιση ή σύμβολο της Ανάστασης του Ιησού Χριστού
- η χριστιανική γιορτή για την ανάσταση του Ιησού Χριστού
- το κοιμητήριο (νεκροταφείο) του Πειραιά, στο Κερατσίνι
- ορεινό χωριό κοντά στα Καλάβρυτα
- για τη μεταφορική σημασία → δείτε τη γραφή ανάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χριστιανική Ανάσταση
[επεξεργασία]
- ↑ Ανάσταση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον ενικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)