Ανθή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /anˈθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐θή
- ομόηχο: ανθεί
- τονικό παρώνυμο: άνθη
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανθή | οι | Ανθές |
γενική | της | Ανθής | των | (Ανθών) |
αιτιατική | την | Ανθή | τις | Ανθές |
κλητική | Ανθή | Ανθές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ανθή < άνθ(ος)[1] + κατάληξη θηλυκού -ή< αρχαία ελληνική ἄνθος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανθή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ανθή
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Ανθή < γενική ενικού του αρσενικού Ανθής
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ανθή θηλυκό, άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Άνθη (επώνυμο)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Ανθή - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)