Ανοιξούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανοιξούλα | οι | Ανοιξούλες |
γενική | της | Ανοιξούλας | — | |
αιτιατική | την | Ανοιξούλα | τις | Ανοιξούλες |
κλητική | Ανοιξούλα | Ανοιξούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ανοιξούλα < Άνοιξ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ανοιξούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Άνοιξη
Ανοιξούλα
|