Αντωνίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αντωνίτσα οι Αντωνίτσες
      γενική της Αντωνίτσας
    αιτιατική την Αντωνίτσα τις Αντωνίτσες
     κλητική Αντωνίτσα Αντωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αντωνίτσα < Άντων(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.doˈni.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αντωνίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αντωνία