Απρίλης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Απρίλης | οι | Απρίληδες |
γενική | του | Απρίλη | των | Απρίληδων |
αιτιατική | τον | Απρίλη | τους | Απρίληδες |
κλητική | Απρίλη | Απρίληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Απρίλης < Απρίλιος < λατινική aprilis < ετρουσκικά Apru < αρχαία ελληνικά Ἀφρώ < Ἀφροδίτη (αντιδάνειο)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Απρίλης αρσενικό
- (λαϊκό ή λογοτεχνικό) ο μήνας Απρίλιος
- Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε. (Διονύσιος Σολωμός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Β', απόσπασμα 2)
- (στον πληθυντικό) για να δηλωθεί η νεαρή ηλικία
- 23 Απρίληδες τη νιότη σου βαραίνουν (τραγούδι της Μαρινέλλας σε στίχους Τηλιακού Σέβη)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Απρίλης
→ δείτε τη λέξη Απρίλιος |