Αράλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αράλη
      γενική της Αράλης
    αιτιατική την Αράλη
     κλητική Αράλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αράλη < γαλλική Aral + < καζακική арал (aral, νησί)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈɾa.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρά‐λη

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δορυφορική φωτογραφία της Αράλης το 1985

Αράλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)