Αραράτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ἀραράτ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αραράτ < ελληνιστική κοινή Ἀραράτ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾaˈɾat/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐ρα‐ράτ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Η κορυφή του όρους Αραράτ

Αραράτ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)