Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αρδέα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αρδέα οι Αρδέες
      γενική της Αρδέας των Αρδεών
    αιτιατική την Αρδέα τις Αρδέες
     κλητική Αρδέα Αρδέες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αρδέα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɾˈðe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αρδέα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αρδέα θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ΦΕΚ 129 Α, 4 Μαΐου 1951