Αριασσός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αριασσός | οι | Αριασσοί |
γενική | του | Αριασσού | των | Αριασσών |
αιτιατική | τον | Αριασσό | τους | Αριασσούς |
κλητική | Αριασσέ | Αριασσοί | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αριασσός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀριασσός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾi.aˈsos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρι‐ασ‐σός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Αριασσός αρσενικό
- αρχαία πόλη της Τουρκίας → δείτε το αρχαίο τοπωνύμιο Ἀριασσός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ariassus στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Αρχαίες πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)