Αρκιτσαία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αρκιτσαία < Αρκιτσαί(ος) + -α
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ciˈt͡se.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐κι‐τσαί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αρκιτσαία θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Αρκιτσαίος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Αρκίτσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αρκιτσαίος
Αρκιτσαία
|