Αρκιτσαίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾ.ciˈt͡se.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐κι‐τσαί‐ος
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αρκιτσαίος αρσενικό (θηλυκό Αρκιτσαία)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Αρκίτσα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αρκίτσα
- Αρκιτσαίος (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Αρκιτσαίος
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- Αρκιτσαίος < πατριδωνυμικό Αρκιτσαίος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αρκιτσαίος αρσενικό (θηλυκό Αρκιτσαίου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Παλαιολόγος' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)