Αρμένια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρμένια | οι | Αρμένιες |
γενική | της | Αρμένιας | των | Αρμενιών |
αιτιατική | την | Αρμένια | τις | Αρμένιες |
κλητική | Αρμένια | Αρμένιες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αρμένια < Αρμένι(ος) + -α
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾˈme.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐μέ‐νι‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αρμένια θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αρμένιος
- ※ Οι αιμοσταγείς Νεότουρκοι, οργάνωσαν τις «διμοιρίες θανάτου», με στόχο «την εκκαθάριση των χριστιανικών στοιχείων». Αυτές οι ομάδες είχαν στελεχωθεί από δολοφόνους και άλλους πρώην καταδίκους. Χιλιάδες Αρμένιοι τότε πνίγηκαν σε ποτάμια, ρίχτηκαν γκρεμούς, σταυρώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Για ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, η τουρκική ύπαιθρος ήταν γεμάτη με πτώματα Αρμενίων. Οι φονικές αυτές ορδές, άρπαξαν αρκετά παιδιά Αρμενίων, τα υποχρέωσαν να ασπαστούν το Ισλάμ και τα έδωσαν σε τουρκικές οικογένειες. Βίασαν Αρμένιες γυναίκες και τις ανάγκασαν να ενταχθούν σε τουρκικά «χαρέμια» ή τις χρησιμοποίησαν ως σκλάβες.
- Δημήτρης Καπράνος, Η Γενοκτονία των Αρμενίων, στίγμα της ανθρωπότητος, estianews.gr, 26 Απριλίου 2021
- ※ Οι αιμοσταγείς Νεότουρκοι, οργάνωσαν τις «διμοιρίες θανάτου», με στόχο «την εκκαθάριση των χριστιανικών στοιχείων». Αυτές οι ομάδες είχαν στελεχωθεί από δολοφόνους και άλλους πρώην καταδίκους. Χιλιάδες Αρμένιοι τότε πνίγηκαν σε ποτάμια, ρίχτηκαν γκρεμούς, σταυρώθηκαν και κάηκαν ζωντανοί. Για ένα χρονικό διάστημα μάλιστα, η τουρκική ύπαιθρος ήταν γεμάτη με πτώματα Αρμενίων. Οι φονικές αυτές ορδές, άρπαξαν αρκετά παιδιά Αρμενίων, τα υποχρέωσαν να ασπαστούν το Ισλάμ και τα έδωσαν σε τουρκικές οικογένειες. Βίασαν Αρμένιες γυναίκες και τις ανάγκασαν να ενταχθούν σε τουρκικά «χαρέμια» ή τις χρησιμοποίησαν ως σκλάβες.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αρμενία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αρμένιος
- αλβανικά : armene (sq)
- αραβικά : أرمينية (ar) (ʾarmēniyya)
- βουλγαρικά : арменка (bg) (arménka)
- γαλλικά : Arménienne (fr)
- γερμανικά : Armenierin (de)
- εβραϊκά : ארמנית (he) (arménit)
- ισλανδικά : Armeníukona (is)
- ισπανικά : armenia (es)
- ιταλικά : armena (it)
- λετονικά : armēniete (lv)
- λιθουανικά : armėnė (lt)
- μαλτέζικα : Armenjana (mt)
- ολλανδικά : Armeense (nl)
- ουκρανικά : вірменка (uk) (virménka)
- πολωνικά : Ormianka (pl)
- ρουμανικά : armeană (ro)
- ρωσικά : армянка (ru) (armjánka)
- σλαβομακεδονικά : Ерменка (mk) (Ermenka)
- σλοβακικά : Arménka (sk)
- σλοβενικά : Arménka (sl)
- τσεχικά : Arménka (cs)
|}
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αρμενία