Ασημίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ασημίτσα οι Ασημίτσες
      γενική της Ασημίτσας
    αιτιατική την Ασημίτσα τις Ασημίτσες
     κλητική Ασημίτσα Ασημίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασημίτσα < Ασήμ(ω) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Ασημίνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.siˈmi.t͡sa/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασημίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασημίνα