Ασπασούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασπασούλα | οι | Ασπασούλες |
γενική | της | Ασπασούλας | — | |
αιτιατική | την | Ασπασούλα | τις | Ασπασούλες |
κλητική | Ασπασούλα | Ασπασούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ασπασούλα < Ασπασ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ασπασούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ασπασία
Ασπασούλα
|