Ασπροπόταμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ασπροπόταμο | ||
γενική | του | Ασπροπόταμου | ||
αιτιατική | το | Ασπροπόταμο | ||
κλητική | Ασπροπόταμο | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ασπροπόταμο < Ασπροπόταμος + -ο
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ασπροπόταμο ουδέτερο
- περιοχή της Ελλάδας τριγύρω από το πρώτο τμήμα της διαδρομής του ποταμού Αχελώου
- ※ Ασπροπόταμος, άσπρο ποτάμι, γιατί το νερό του κυλάει πεντακάθαρο στη γεμάτη από κάτασπρα χαλίκια κοίτη του, σ’ αντίθεση με τα θολά ποτάμια, που γίνονται τέτοια από τα χώματα και τις λάσπες, που παρασύρουν ή που έχουν στα νερά τους. Έτσι ονομάστηκε ο ποταμός Αχελώος από τους κατοίκους των χωριών της Πίνδου, και στο μεν αρσενικό γένος το όνομα «Ασπροπόταμος» σημαίνει το ποτάμι Αχελώος, στο ουδέτερο όμως γένος «Ασπροπόταμο», σημαίνει τα ασπροποταμίτικα χωριά, που κτίστηκαν γύρω και κοντά στις πηγές του και που αργότερα θα αποτελέσουν ιδιαίτερο αρματολίκι, το αρματολίκι του Ασπροπόταμου. (Νικόλαος Γιαννούλης, Το Αρματολίκι του Ασπροποτάμου κι οι Στορναραίοι, εκδ. Ε.Μ.Ο.Τ. (Εκδρομικός & Μορφωτικός Όμιλος Τρικάλων), Αθήνα 1981, σελ. 23.)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις Ασπροπόταμος, άσπρος και ποταμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ασπροπόταμο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Περιοχές της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Περιοχές (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)