Ασπρόπυργος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ασπρόπυργος οι Ασπρόπυργοι
      γενική του Ασπρόπυργου
Ασπροπύργου
των Ασπρόπυργων
Ασπροπύργων
    αιτιατική τον Ασπρόπυργο τους Ασπρόπυργους
Ασπροπύργους
     κλητική Ασπρόπυργε Ασπρόπυργοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασπρόπυργος < ασπρό- + πύργος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈspɾo.piɾ.ɣos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐σπρό‐πυρ‐γος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασπρόπυργος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]