Ασώματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ασώματος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ασώματος αρσενικό

  • Χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Επαρχία Κερύνειας).

Μεταφράσεις[επεξεργασία]