Αυγίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αυγίτσα οι Αυγίτσες
      γενική της Αυγίτσας
    αιτιατική την Αυγίτσα τις Αυγίτσες
     κλητική Αυγίτσα Αυγίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αυγίτσα < Αυγ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈvʝi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αυ‐γί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αυγίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αυγή