Αυστριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρι‐α‐κός
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αυστριακός αρσενικό (θηλυκό Αυστριακή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αυστρία ή έχει αυστριακή υπηκοότητα
- ※ Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848-49 στα περισσότερα κράτη της Ιταλίας εφαρμόστηκαν κατασταλτικά μέτρα από απολυταρχικές κυβερνήσεις, οι οποίες, με τη στήριξη της Αυστρίας, ακύρωσαν τις φιλελεύθερες παραχωρήσεις που είχαν προηγηθεί. Οι Αυστριακοί ενίσχυσαν την παρουσία τους με στρατιωτικές φρουρές σε διάφορα κράτη της Ιταλικής Χερσονήσου, εκτός του Βασιλείου της Σαρδηνίας και του Βασιλείου των Δύο Σικελιών.
- Γεράσιμος Παγκράτης, Η δεκαετία της προετοιμασίας (1849-59) και η επίτευξη της ιταλικής ενοποίησης. Στο Γεράσιμος Παγκράτης, Ιστορία της Ιταλίας, Αθήνα: Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις. κεφ 11, 2015.
- ※ Μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848-49 στα περισσότερα κράτη της Ιταλίας εφαρμόστηκαν κατασταλτικά μέτρα από απολυταρχικές κυβερνήσεις, οι οποίες, με τη στήριξη της Αυστρίας, ακύρωσαν τις φιλελεύθερες παραχωρήσεις που είχαν προηγηθεί. Οι Αυστριακοί ενίσχυσαν την παρουσία τους με στρατιωτικές φρουρές σε διάφορα κράτη της Ιταλικής Χερσονήσου, εκτός του Βασιλείου της Σαρδηνίας και του Βασιλείου των Δύο Σικελιών.
- (μεταφορικά, αθλητισμός) παρατσούκλι του φίλαθλου που υποστηρίζει τον Ολυμπιακό Βόλου
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αυστρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αυστριακός
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εθνικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)