Αφενδρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αφενδρώ
      γενική της Αφενδρώς
    αιτιατική την Αφενδρώ
     κλητική Αφενδρώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Αφενδρώ < Αφεντρώ με λόγια επίδραση στην προφορά ([nd] > [nð])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fenˈðɾo/

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Αφενδρώ θηλυκό