Αχίλλειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αχίλλειος | οι | Αχίλλειοι |
γενική | του | Αχίλλειου & Αχιλλείου |
των | Αχίλλειων & Αχιλλείων |
αιτιατική | τον | Αχίλλειο | τους | Αχίλλειους & Αχιλλείους |
κλητική | Αχίλλειε | Αχίλλειοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Οι λόγιοι τύποι, για τοπωνύμια, αγιωνύμια. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αχίλλειος < αρχαία ελληνική Ἀχίλλειος < Ἀχιλλεύς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈçi.li.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐χίλ‐λει‐ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αχίλλειος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- συστατικό πολυλεκτικών τοπωνυμίων όπως
- ↪ Άγιος Αχίλλειος
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε το όνομα Αχιλλέας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αχίλλειος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)