Αϊδίνιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Αϊδίνιο | τα | Αϊδίνια |
γενική | του | Αϊδινίου & Αϊδίνιου |
των | Αϊδινίων |
αιτιατική | το | Αϊδίνιο | τα | Αϊδίνια |
κλητική | Αϊδίνιο | Αϊδίνια | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aiˈði.ni.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αϊ‐δί‐νι‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]
Αϊδίνιο ουδέτερο
- πόλη και επαρχία της Τουρκίας στη Μικρά Ασία
- ※ Το βιλαέτι του Αϊδινίου περιελάμβανε τέσσερα σαντζάκια με συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκους. Από αυτούς, 940.000 περίπου ήταν Τούρκοι και 620.000 Ελληνες. Υπήρχαν ακόμη Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι.
- Θάνος Βερέμης, Η απόφαση για την απόβαση στη Σμύρνη, Η Καθημερινή, 8 Νοεμβρίου 2009
- ※ Το βιλαέτι του Αϊδινίου περιελάμβανε τέσσερα σαντζάκια με συνολικό πληθυσμό 1.650.000 κατοίκους. Από αυτούς, 940.000 περίπου ήταν Τούρκοι και 620.000 Ελληνες. Υπήρχαν ακόμη Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αϊδίνης (επώνυμο)
- Αϊδινιώτης / Αϊδινιώτισσα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Αϊδίνι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Επαρχίες της Τουρκίας (νέα ελληνικά)
- Επαρχίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)