ΒΙΠΕΡ
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΒΙΠΕΡ < ΒΙβλίο ΠΕΡιπτέρου
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ΒΙ.ΠΕΡ. ουδέτερο άκλιτο αρκτικόλεξο (προφέρεται βίπερ)
- αναφέρεται συνηθέστερα σε σειρές βιβλίων μικρού σχήματος που διατίθενται από περίπτερα