Βάκχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάκχος | οι | Βάκχοι |
γενική | του | Βάκχου | των | Βάκχων |
αιτιατική | τον | Βάκχο | τους | Βάκχους |
κλητική | Βάκχε | Βάκχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάκχος < αρχαία ελληνική Βάκχος < θρακική
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βάκχος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο) προσωνυμία του θεού Διονύσου
- ανδρικό όνομα
- → δείτε τη λέξη βάκχος πότης, ακόλαστος, άσωτος, περιπαιχτικός, μη εγκρατής
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Βάκχου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] για το όνομα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βάκχος | οἱ | Βάκχοι |
γενική | τοῦ | Βάκχου | τῶν | Βάκχων |
δοτική | τῷ | Βάκχῳ | τοῖς | Βάκχοις |
αιτιατική | τὸν | Βάκχον | τοὺς | Βάκχους |
κλητική ὦ! | Βάκχε | Βάκχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βάκχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βάκχοιν | ||
Το θεωνύμιο, στον ενικό. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βάκχος < θρακική
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βάκχος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία, θεωνύμιο στον ενικό) προσωνυμία του θεού Διονύσου
- ανδρικό όνομα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα θρακικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Θεωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα θρακικά (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (αρχαία ελληνικά)
- Θεωνύμια (αρχαία ελληνικά)
- Προσωνυμίες (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)