Βάνης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάνης οι Βάνηδες
      γενική του Βάνη των Βάνηδων
    αιτιατική τον Βάνη τους Βάνηδες
     κλητική Βάνη Βάνηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βάνης < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈva.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βά‐νης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βάνης αρσενικό (θηλυκό Βάνη)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βάνης < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βάνης αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Βάνης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven