Βάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βάτος | οι | Βάτοι |
γενική | του | Βάτου | των | Βάτων |
αιτιατική | τον | Βάτο | τους | Βάτους |
κλητική | Βάτο & Βάτε |
Βάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βάτος < βάτος ή → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βάτος αρσενικό (θηλυκό Βάτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βάτος αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- Βάτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press