Βέλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βέλο | τα | Βέλα |
γενική | του | Βέλου | των | Βέλων |
αιτιατική | το | Βέλο | τα | Βέλα |
κλητική | Βέλο | Βέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βέλο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βέλο
|