Βέρνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βέρνον (άκλιτο)
- αγγλικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)
- ※ Βέρνον (Φράνσις Vernon, αναφερόμενος υπό του Σπον ως Vernhum). Άγγλος μαθηματικός του ΙΖ΄ αιώνος, επισκευθείς τας Αθήνας και άλλας πόλεις της Ελλάδος (από το λ. για την πόλη στο: Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν, τόμ. 3 (Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Ελευθερουδάκη, 1928), σ. 183).
- άλλες μορφές: → δείτε τη λέξη Βέρνων (καθαρεύουσα)
- ανδρικό όνομα από το αγγλικό επώνυμο
- βουνό των ΗΠΑ
- πόλεις των ΗΠΑ
- πόλεις του Καναδά
- → δείτε τη λέξη Βερνόν
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- επώνυμο Vernon στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα κοινού γένους ξενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Βουνά των ΗΠΑ (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια των ΗΠΑ (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Πόλεις των ΗΠΑ (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Πόλεις του Καναδά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Καναδά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)