Βαγγελιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαγγελιώ | ||
γενική | της | Βαγγελιώς | ||
αιτιατική | τη | Βαγγελιώ | ||
κλητική | Βαγγελιώ | |||
όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βαγγελιώ < Βαγγέλ(ης) + -ώ • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαγγελιώ θηλυκό
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βαγγελιώ