Βαλιαρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βαλιαρικός Βαλιαρική τὸ Βαλιαρικόν
      γενική τοῦ Βαλιαρικοῦ τῆς Βαλιαρικῆς τοῦ Βαλιαρικοῦ
      δοτική τῷ Βαλιαρικ τῇ Βαλιαρικ τῷ Βαλιαρικ
    αιτιατική τὸν Βαλιαρικόν τὴν Βαλιαρικήν τὸ Βαλιαρικόν
     κλητική ! Βαλιαρικέ Βαλιαρική Βαλιαρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βαλιαρικοί αἱ Βαλιαρικαί τὰ Βαλιαρικᾰ́
      γενική τῶν Βαλιαρικῶν τῶν Βαλιαρικῶν τῶν Βαλιαρικῶν
      δοτική τοῖς Βαλιαρικοῖς ταῖς Βαλιαρικαῖς τοῖς Βαλιαρικοῖς
    αιτιατική τοὺς Βαλιαρικούς τὰς Βαλιαρικᾱ́ς τὰ Βαλιαρικᾰ́
     κλητική ! Βαλιαρικοί Βαλιαρικαί Βαλιαρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Βαλιαρικώ τὼ Βαλιαρικᾱ́ τὼ Βαλιαρικώ
      γεν-δοτ τοῖν Βαλιαρικοῖν τοῖν Βαλιαρικαῖν τοῖν Βαλιαρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βαλιαρικός < Βαλιαρεύς + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

Βαλιαρικός, -ή, -όν

Πηγές[επεξεργασία]