Βαλτινή
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαλτινή | οι | Βαλτινές |
γενική | της | Βαλτινής | των | Βαλτινών |
αιτιατική | τη | Βαλτινή | τις | Βαλτινές |
κλητική | Βαλτινή | Βαλτινές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Βαλτινή < Βαλτιν(ός) + -η
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /val.tiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαλ‐τι‐νή
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαλτινή θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βαλτινός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη Βάλτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βαλτινός
Βαλτινή
|