Βαρκιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vaɾˈco.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βαρ‐κιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βαρκιώτης αρσενικό (θηλυκό Βαρκιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από οικισμό με το όνομα Βαρκά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Βαρκά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Βαρκιώτης
|