Βαρυμπόπη
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.ɾiˈbo.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐ρυ‐μπό‐πη
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- Βαρυμπόπη < γενική ενικού του αρσενικού Βαρυμπόπης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαρυμπόπη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Βαρυμπόπης
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαρυμπόπη | ||
γενική | της | Βαρυμπόπης | ||
αιτιατική | τη | Βαρυμπόπη | ||
κλητική | Βαρυμπόπη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Βαρυμπόπη < (επώνυμο) αλβανική Varibopi / Varibopë < σλαβικής προέλευσης varibob (μάγειρας οσπρίων ή κακών σιτηρών)[1][2] < варя (βράζω, μαγειρεύω, ψήνω) + боб (κουκί)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Βαρυμπόπη θηλυκό
- (παρωχημένο) κωμόπολη της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία της Μακρακώμης[3]
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Βαρυμπόπη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βαρυμπόπης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Συμεωνίδης Χαράλαμπος, (2010). Ετυμολογικό λεξικό των νεοελληνικών οικωνυμίων, τόμοι 1-2. Λευκωσία-Θεσσαλονίκη: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, ISBN 978-960-92762-0-7.
- ↑ Max Vasmer, Die Slaven in Griechenland (Berlin: Verlag der Akademie der Wissenschaften in Kommission bei Walter de Gruyter u. Co., 1941)
- ↑ ΦΕΚ 41 Β, 5 Μαΐου 1916
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια από ανθρωπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κωμοπόλεις της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Κωμοπόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι κυρίων ονομάτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)