Βασιλλώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βασιλώ, Βασίλω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βασιλλώ
      γενική της Βασιλλώς
    αιτιατική τη Βασιλλώ
     κλητική Βασιλλώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βασιλλώ < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βασιλλώ θηλυκό