Βασσάλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βασάλος, βασάλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βασσάλος οι Βασσάλοι
      γενική του Βασσάλου των Βασσάλων
    αιτιατική τον Βασσάλο τους Βασσάλους
     κλητική Βασσάλο Βασσάλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βασσάλος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈsa.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βασ‐σά‐λος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βασσάλος αρσενικό (θηλυκό Βασσάλου)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]