Βασόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βασόρα
      γενική της Βασόρας
    αιτιατική τη Βασόρα
     κλητική Βασόρα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βασόρα < γαλλική Bassorah• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈso.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐σό‐ρα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Άποψη της Βασόρας

Βασόρα θηλυκό

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]