Βελισδονίτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Βελισδονίτισσα < Βελισδονίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ve.li.zðoˈni.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βε‐λι‐σδο‐νί‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Βελισδονίτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Βελισδονίτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Βελισδόνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Βελισδονίτης
Βελισδονίτισσα
|