Βενέτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Βενέτα < → δείτε τη λέξη 9-0 ιταλική veneta, θηλυκό του veneto (βενετσιάνος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Βενέτα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]